ελκήεις

ελκήεις
ἑλκήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο γεμάτος έλκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑλκήεντα — ἑλκήεις full of ulcers neut nom/voc/acc pl ἑλκήεις full of ulcers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”